- διόπαις
- διόπαις, ο (Α)(για τον Απόλλωνα) ο γιος τού Διός.[ΕΤΥΜΟΛ. < διο-* + παις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Διόπαι — Διόπαις son of Zeus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διόπαιδα — Διόπαις son of Zeus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
διο- — (Α) α συνθετικό πολλών αρχαίων ελληνικών λέξεων που φανερώνει καταγωγή από τον Δία, συνεπώς τον λαμπρό, τον έξοχο. Πρβλ. αρχ. διόβολος, διογενής, διόγνητος, διόγονος, διόθεν, διόκτυπος, διομηνία, διομήτωρ, διόπαις, διοπόμπησις, διοσημία,… … Dictionary of Greek